Από την εσπερινή σύναξη – ομιλία που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024 στον Ιερό Ναό Αγίου Ιεροθέου Περιστερίου. Κατόπιν ευλογίας του Ποιμενάρχου μας Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περιστερίου κ. Γρηγορίου, ομίλησε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Αντίπας Νικηταράς, δρ Θεολογίας και πρώην πατριαρχικός Έξαρχος της Πάτμου με θέμα: «Προετοιμασία Χριστουγέννων, ιστορικά & λαογραφικά».
Τον ομιλητή παρουσίασε ο Προϊστάμενος του Ιερού Ναού, Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Φιλόθεος Σπανός.


Η σύναξη ολοκληρώθηκε με Χριστουγεννιάτικους ύμνους και κάλαντα που αποδόθηκαν από χορό ψαλτών, υπό τη χοραρχία του Πρωτοψάλτη του ναού, Γεωργίου Δημ. Καλλιώρα.


Ακολουθεί η ομιλία:
Το Άγιο Δωδεκαήμερο είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ των Χριστουγέννων 25 Δεκεμβρίου και των Θεοφανίων 6 Ιανουαρίου. Το εορταστικό Ορθόδοξο Δωδεκαήμερο αρχίζει την παραμονή των Χριστουγέννων και περαίνεται το πρωί του Αγιασμού, στις 6 του Ιανουαρίου, την ημέρα δηλαδή των Θεοφανίων.
Οι τρεις μεγάλες γιορτές του 12ημέρου, τα Χριστούγεννα 25 Δεκεμβρίου, η Περιτομή του Κυρίου την 1η Ιανουαρίου, και τα Θεοφάνεια, δηλ. η Βάπτισή του Κυρίου στις 6 Ιανουαρίου δίνουν και το Χριστοκεντρικό στίγμα των ημερών.
Η προετοιμασία για το Άγιο Δωδεκαήμερο και η πνευματική συμπόρευση ακολουθεί το βηματισμό της ορθόδοξης πνευματικότητας που δεν είναι τίποτα άλλο από μια εξ ολοκλήρου καταβύθιση, μυστική και Χαριτόβρυτη για να επιτευχθεί η εν πνεύματι ύψωση, η μετοχή στο μέγα γεγονός της Γεννήσεως και της Σαρκώσεως του Λόγου. Σύμφωνα με τους Πατέρες η Σάρκωση είναι η τέλεια στιγμή, το επιστέγασμα της θεϊκής οικονομίας, η ένσαρκη Αλήθεια. Ο Θεός δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό βάδιζε στη φθορά. Όλοι οι άνθρωποι είχαν πληγωθεί και αναστατωθεί ψυχικά από τις δαιμονικές απάτες και τη ματαιότητα των ειδώλων. Πώς λοιπόν μπορούσε να πειστεί η ψυχή και νους ανθρώπων για θέματα που ούτε οι ίδιοι μπορούν να δουν, Αυτό που δεν βλέπει κανείς, πώς θα το διδάξει και σ’ άλλους, Ποιόν χρειαζόμασταν, λοιπόν: Χρειαζόμασταν μόνο τον Ένσαρκο Λόγο του Θεού που βλέπει τη ψυχή και το νου μας, που κινεί όλη την κτίση και μέσω αυτών μας καθιστά γνωστό τον Πατέρα. (Μέγας Αθανάσιος)» (Μέγας Αθανάσιος).
Όπως είναι φυσικό η ρωμέϊκη ιδιοσυστασία καθόρισε τα ήθη και έθιμα της εορταστικής αυτής περιόδου που είναι προσδιοριστικά στοιχεία της πολιτιστικής και πνευματικής μας ταυτότητας. Μας λέει τεχνίτης του λόγου Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
«Το ελληνικόν έθνος […] έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας του Δωδεκαημέρου, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Ενώ ένας άλλος γνήσιος ρωμιός λογοτέχνης και αγιογράφος, ο Φώτης Κόντογλου, μας ταξιδεύει σε έθιμα και ήθη άλλων εποχών, στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής αποτυπώνοντας ζωντανά τη εορταστική ατμόσφαιρα του Δωδεκαημέρου. Το κείμενο “Παραμονή Χριστούγεννα” αποτελεί απόσπασμα από το πεζογράφημα του Φώτη Κόντογλου “Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου”, που δημοσιεύτηκε το 1962.
«Κρύο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σα να ‘τανε κρύα φωτιά κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τα μαγαζιά φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε. Κι όλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές. Κάθε τόσο άνοιγε ή πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιά που λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισά, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνές ψαλτάδικες. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραίοι, οἱ νοικοκυράδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι: «Καλὴν ἐσπέραν, Ἄρχοντες».
Κι ἀφοῦ ιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὕστερα μπαίνανε στο σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε άρχοντικά φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη λογιώ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατί ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ή Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε. Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!».

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η θεσμοθέτηση του όρου Δωδεκαήμερο και η καθιέρωση του εορτασμού αφορμείται από τα βυζαντινά χρόνια όπου κυρίως τα Χριστούγεννα εορτάζονταν με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια ενώ συμμετείχε σύσσωμο το πλήρωμα της Εκκλησίας σε αυτό. Η μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας αποτελούσε το επίκεντρο των εορτασμών αυτών. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο μέγας θαλαμηπόλος του Παλατιού, ανήγγελλε την τελετή, ενώ ο Ύπαρχος διέτασσε γενική καθαριότητα στους δρόμους από όπου θα περνούσε ο βασιλιάς για να μεταβεί στην Αγία Σοφία. Οι στοές, δε, οι μεγάλες πύλες και τα κτίρια των δρόμων στολίζονταν με δάφνες, κισσούς, μυρτιές και δεντρολίβανα.
Τα Χριστούγεννα η Μεγαλοπρεπής αυτοκρατορική πομπή προχωρούσε αρχικά στον Ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου υπήρχε ο πολύτιμος σταυρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά την προσκύνηση αυτού, οι κήρυκες, έψαλλαν: «Αστήρ τον ήλιον προμηνύει εν Βηθλεέμ Χριστόν ανατείλαντα εκ Παρθένου». Και επαναλάμβαναν: «Πολλοί υμίν χρόνοι η ένθεος βασιλεία. Πολυχρόνιον ποιήσει ο Θεός την αγίαν βασιλείαν σας, εις πολλά έτη».
Μετά από αυτόν τον μακαρισμό ο Αυτοκράτορας με τη λαμπρή ακολουθία του, έμπαινε στην Αγία Σοφία. Στον νάρθηκα τον υποδεχόταν ο Πατριάρχης. Μαζί έφθαναν στις βασιλικές πύλες, όπου ο βασιλιάς όρθιος άναβε κεριά, με τον Πατριάρχη να εκτελεί την ευχή της εισόδου της Θείας Λειτουργίας.
Ο Αυτοκράτορας ασπαζόταν το άχραντο Ευαγγέλιο, εισερχόταν στο μέσο του ναού, ενώπιον των αγίων θυρών, προσευχόταν και έμπαινε στο θυσιαστήριο, Προ της Αγίας Τράπεζας ασπαζόταν τα ιερά ποτήρια και τους δίσκους και κατόπιν εξερχόταν και μετέβαινε σε ορισμένη γι’ αυτόν θέση.
Όταν ερχόταν η ώρα της θείας κοινωνίας, προσερχόταν πρώτος για να κοινωνήσει «του αχράντου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» και στη συνέχεια μετέβαινε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του στην Εκκλησία, όπου και προγευμάτιζε. Μετά το πρόγευμα, τον ευλογούσε ο Πατριάρχης και τον έστεφε με το στέμμα του και επέστρεφε μαζί με την ακολουθία του στο Παλάτι.
Στην πορεία προς τα νεώτερα χρόνια διατηρήθηκαν πολλά έθιμα από τα βυζαντινά χρόνια, κάποια μετεξελίχθηκαν και κάποια έσβησαν . Τα βασικά έθιμα του Δωδεκαημέρου που κυριαρχούσαν και που κάποια από αυτά επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας σε αυτήν ιερή χρονική περίοδο είναι:
α. Το Χριστόξυλο
Είναι το πιο βαρύ και μακρύ ξύλο που επιλέγεται για να καίει όλο το Δωδεκαήμερο. Στις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Υπάρχει η εθιμική αντίληψη ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζεται ακόμη και η καπνοδόχος. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα συγκεντρωθεί γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού θα ανάψει την καινούρια φωτιά και θα μπει στην πυροστιά το Χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών. Η χωνεμένη στάχτη του Χριστόξυλου συλλέγονταν τελετουργικά στο τέλος του Δωδεκαημέρου, για να χρησιμεύσει ως μαγικό αποτροπαϊκό φυλακτήριο του σπιτιού και της οικογένειας. Στο τζάκι και την πυροστιά, άλλωστε, θα ψηθεί και το Χριστόψωμο.
β. Το ελληνικό καράβι και το ελληνικότατο χριστουγεννιάτικο δέντρο
Ένα ακόμα έθιμο είναι αυτό του στολισμού του χριστουγεννιάτικου δέντρου ή του καραβιού. Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, είναι ελληνικότατο όπως και το καραβάκι που εμφανίστηκε όπως στο Βυζάντιο και εδραιώθηκε λίγο μετά την τουρκοκρατία. Όταν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, οι ναυτικοί γύριζαν στα σπίτια τους για τις γιορτές, οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα καράβι. Η πρωταρχική ιδέα και το έθιμο του στολισμού ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί, λόγω άγνοιας. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε παρόμοιο έθιμο, μόνο που το δέντρο που στολιζόταν δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη. Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν ένας μεγάλος κλάδος αγριελιάς (κότινος), που τον στόλιζαν με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο καθώς και με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ. Παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών και άλλων πόλεων της αρχαίας Ελλάδας, τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη Το θρησκευτικό έθιμο του στολισμού δένδρου και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», πέρασε αργότερα και στο Βυζάντιο και συνδέθηκε με την ελληνορθόδοξη παράδοση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Σύμφωνα με το λαογράφο Κων/νο Καλοκύρη το δέντρο των Χριστουγέννων είναι μίμηση λατρευτικών δέντρων της Ανατολής «Η παλιότερη μαρτυρία, που αναφέρει παρόμοιο διάκοσμο, είναι ένα χειρόγραφο πιθανώς του 13ου αιώνα στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο κάνει λόγο για ένα ναό, που έκτισε το 512 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ στο Tur Abdin της βόρειας Συρίας.

Μαζί με τα άλλα αφιερώματα και στολίδια γίνεται λόγος και για δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα, τα οποία ήταν στημένα στις δυο πλευρές της Ωραίας Πύλης του ιερού Βήματος. Στα φύλλα των δέντρων υπήρχε θέση για φώτα, ενώ στο καθένα κρέμονταν πενήντα (50) αργυρές αλυσίδες από πάνω έως κάτω και σ’ αυτές ήταν τοποθετημένα μικρά αντικείμενα από χαλκό, χρυσό και άργυρο, όπως: αυγά, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κλαδίσκοι, δίσκοι κ.α.». Η περιγραφή θυμίζει ασφαλώς TO διάκοσμο των σημερινών Χριστουγεννιάτικων Δέντρων. Οι χριστιανοί, του προσέδωσαν χριστιανικό νόημα και έβαλαν το δέντρο στις εκκλησίες, εξακολουθώντας να κρεμούν σ’ αυτό διάφορα μικροαντικείμενα, αγγεία, απομιμήσεις ζώων και πτηνών κ.λπ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προέλευση του εθίμου είναι Ανατολική και πως από την Ανατολή πέρασε στη Δύση. Δεν παραλείπει ο λαογράφος να αναφερθεί σε ακόμη δυο κείμενα στα οποία δίνεται, στο μεν πρώτο, περιγραφή των φώτων σε δέντρα στο επιστύλιο του τέμπλου του Ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, το 563 και στο άλλο στον Άμβωνα του ίδιου ναού.
Φαίνεται επίσης πως τα συριακά δέντρα, αυτά με την κωνοειδή μορφή και τα φώτα εξελίχθηκαν στα μεγάλα ορειχάλκινα μανουάλια που συναντάμε στα πλάγια της Ωραίας Πύλης στις εκκλησίες μας και μοιάζουν με κωνοειδή δέντρα. Ο Καλοκύρης λοιπόν θεωρεί πως το δέντρο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό από την Εκκλησιά για πρώτη φορά στην Ανατολή, ειδικότερα στη Συρία και είναι αυτό το δέντρο που αποτελεί τον πρόδρομο του σημερινού Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Για να ισχυροποιήσει και άλλο την άποψή του αναφέρεται σε έθιμο που υπάρχει από πολύ παλιά στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Λιτόχωρο Πιερίας όπου στα Θεοφάνια τοποθετούνται δυο δέντρα μέσα στο ναό, σημασία έχει η τοποθέτηση των δυο δέντρων και μάλιστα κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων. Επιπλέον σε ότι αφορά τη διασύνδεση του δέντρου με τα Χριστούγεννα ο Καλοκύρης πέρα από την παράθεση κειμένων με την οποία στηρίζει την πεποίθηση, Δέντρο- ξύλο(ζωής)-Χριστός, σημειώνει πως στην εικονογραφία της Γεννήσεως συναντάμε δίπλα στη Θεοτόκο με το θείο Βρέφος και ένα δέντρο και τέλος παραθέτει κάλαντα που ακούγονταν στην Καππαδοκία, στους Αγίους Τόπους και στην Κρήτη με μια μικρή διαφορά μεταξύ τους: «κει που γεννήθεκε ο Χριστός χρυσό δενδρίν εβγήκε….».
Από την Δύση το έθιμο αυτό επέστρεψε και πάλι στη πατρίδα μας, σαν χριστουγεννιάτικο έλατο, αφού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχε λησμονηθεί και εκλείψει σε πολλά μέρη το έθιμο του στολισμένου δενδρολίβανου.
Λέγεται, πως μετά την Επανάσταση του 1821 και την σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους οι Βαυαροί έφεραν το έθιμο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου ελάτου στην Ελλάδα και πως για πρώτη φορά στολίστηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
γ. Τα κάλαντα
Το βράδυ της παραμονής των τριών μεγάλων εορτών στον Ελλαδικό χώρο, έχουμε τους αγερμούς των παιδιών, που με τα φανάρια τους περιέρχονταν όλα τα σπίτια του οικισμού, τραγουδώντας τα κάλαντα, δεχόμενα ως φιλοδώρημα χρήματα, προϊόντα και γλυκά, έθιμο που επιβιώνει ως τις μέρες μας. Τα μορφολογικά στοιχεία των καλάντων παραπέμπουν σε εκείνα των δημοτικών τραγουδιών τόσο στη μουσική όσο και στους στίχους
Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Το έθιμο προϋπήρχε στην αρχαία Ελλάδα. Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά ή φανάρια ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου. Σήμερα στον Ποντιακό ελληνισμό, διασώζεται άθικτη αυτή το βυζαντινό έθος.
Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, στον Πόντο «εθύμιζαν» δηλαδή έψελναν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλ ζουρνά.
Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του, χωρίς να προχωρούν στην Σταύρωση την οποία και υπαινίσσονται, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων:
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον χαρά! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα χαρά καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν τον εγέννεσεν η Παναγία τον ενέστεσεν σε παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι σταυροδρόμι και μυροδρόμι. Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι. Ασ ακροντικά κι α σην καρδίαν αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον μύρος έτον και μυρωδία. Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ συ αφένταμ καλέμ αφένταμ. Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια και θυμίζνε τον νοικοκύρην νοικοκύρην και βασιλέαν.
Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς υμνείται το πέρασμα από τον βαρύ χειμώνα στην επερχόμενη άνοιξη, αλλά και η προσωπικότητα του αγίου Βασιλείου, τόσο ως αγίου των γραμμάτων, όσο και ως ζευγολάτη και καλλιεργητή. Ο Άγιος ακουμπά το ραβδί και εκείνο ανθίζει. Το σύμβολο του ραβδιού που ανθίζει συμβολίζει την αναγέννηση με τη γνώση, τη σοφία και την αλήθεια που προέρχεται από την αγιότητα.
Την παραμονή των Φώτων ψάλλονται τα κάλαντα που αναφέρονται στη βάπτιση του Κυρίου.
δ. Η βασιλόπιτα
Το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά είναι η διάσωση του μεγάλου θαύματος του Μεγάλου αγίου και πατέρα της εκκλησίας μας Αγίου Βασιλείου. Το ιστορικό γεγονός συνέβη πριν 1500 χρόνια περίπου στην πόλη της Καισάρειας της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Κάποια μέρα όμως ο βασιλιάς Ουάλης τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη, για να την κατακτήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο βασιλιάς αποφασισμένος περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια με το στρατό του. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια. Οι χριστιανοί της Καισάρειας που αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους μάζεψαν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν για να τα δώσει στον τύραννο. Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του, προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο βασιλιά ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο βασιλιάς πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά ένα λαμπρό καβαλάρη να ορμάει και σε ελάχιστο χρόνο ο σκληρός βασιλιάς και οι δικοί του να αφανίζονται. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος .Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Τότε όμως, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση γιατί θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν και κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμαστήκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξη τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα χρυσαφικά και μάλιστα ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχε δώσει. Ήταν λοιπόν ξεχωριστό ψωμάκι, η Βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την Πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου .Η Βασιλόπιτα Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την Αγάπη και την Καλοσύνη Αυτού Του Μεγάλου Αγίου.
ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥΣ
- Προετοιμασία και τα προεόρτια
Η νηστεία των Χριστουγέννων αρχίζει από τις 15 Νοεμβρίου και διαρκεί ως την παραμονή της εορτής των Χριστουγέννων. Την πρώτη εβδομάδα και μετά την εορτή του αγίου Διονυσίου, (17 Δεκεμβρίου), κατ’ άλλους δε του αγίου Σπυρίδωνος (12 Δεκεμβρίου), η νηστεία είναι αυστηρή, ενώ μετά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, (21 Νοεμβρίου) και ως το προαναφερθέν χρονικό όριο επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριού, πλην Τετάρτης και Παρασκευής και ιδίως κατά τις μέρες εορτών σπουδαίων αγίων. Η παραμονή των Χριστουγέννων πάλι, η τελευταία μέρα της νηστείας, είναι νηστεία και από λάδι, λόγω της μεγάλης δεσποτικής εορτής των Χριστουγέννων, εκτός και αν συμπέσει ημέρες Σάββατο ή Κυριακή, οπότε επιτρέπεται η κατανάλωση οίνου και ελαίου.
Πρόκειται για μια νηστεία αυστηρά συνδεδεμένη και με την διαφύλαξη της αύξησης του ζωικού κεφαλαίου, αφού η απαγόρευση κατανάλωσης κρέατος επέτρεπε στα νεογέννητα ζώα των κοπαδιών να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν, φτάνοντας ως το Πάσχα, με την εθιμικά καθιερωμένη σφαγή και βρώση αμνοεριφίων. Από λατρευτική άποψη τελείται κατά τη Σαρακοστή αυτή «σαρανταλείτουργο δηλαδή κάθε μέρα και θεία λειτουργία, με καθημερινή
μνημόνευση των ψυχών των νεκρών κάθε οικογένειας.
- Χριστούγεννα
Τα Χριστούγεννα, η πρώτη μεγάλη εορτή του Δωδεκαημέρου τιμάται ιδιαιτέρως από τον ελληνικό λαό, με πλήθος εθίμων και λατρευτικών συνηθειών. Την παραμονή των Χριστουγέννων ζυμώνονται οι τελετουργικοί άρτοι των Χριστουγέννων, τα «χριστόψωμα», οι πίτες και τα κουλούρια, με πλουμίδια από ζυμάρι, που συχνά συμβολίζουν τα ζώα του σπιτιού και τις επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων του, ώστε να ευλογηθούν και αυτά από τη γέννηση του Χριστού.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, στη Θράκη, έστρωναν πανηγυρικό νηστήσιμο και ανάλαδο τραπέζι, στο οποίο παρέθεταν εννιά ειδών φαγητά, κατά κανόνα «πολυσπόρια» διαφόρων καρπών και οσπρίων, το οποίο ευλογούσε ο πατέρας θυμιάζοντάς το με ένα κεραμίδι και κάρβουνα από την οικογενειακή εστία και κατόπιν κάθονταν και έτρωγαν, ανταλλάσοντας κατάλληλες εορταστικές ευχές.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ’ όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίτες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής στην Καππαδοκία, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους. Πήγαιναν τότε όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Στο Κωστί της Θράκης θύμιαζαν το εορταστικό τραπέζι με το υνί από το αλέτρι, το οποίο κατόπιν τοποθετούσαν δίπλα στη φωτιά του τζακιού, για το υπόλοιπο Δωδεκαήμερο.
Στη Νίσυρο, τελούσαν τρισάγιο για τους νεκρούς, ενώ στο Λασήθι Κρήτης μετά το τρισάγιο κερνούσαν το εκκλησίασμα με φαγητό και κρασί, ως μνημόσυνο, για την ανάπαυση των ψυχών των προσφιλών τους νεκρών.
Στην Ήπειρο το βράδυ της παραμονής έπιαναν τελετουργικά και το προζύμι της χρονιάς, απαγγέλλοντας σχετικές ευχές. Την παραμονή σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, οι ψυχές ανεβαίνουν στον «επάνω κόσμο» και χαρίζουν στους ανθρώπους το περιπόθητο δώρο της ευγονίας και της ευετηρίας.
Στη Βόρεια Ελλάδα κυριαρχούν οι εθιμικές πυρές των Χριστουγέννων, το βράδυ της παραμονής στην πλατεία του χωριού ή σε ύψωμα στην άκρη του, γύρω από τις οποίες οι κάτοικοι χορεύουν και τραγουδούν.
Στην Ήπειρο πιστεύουν ότι «όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Έτσι τα χρόνια πολλά λέγονται με ένα κλαρί που καίει τρίζοντας, ή κρατούν στο χέρι τους δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι. Όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται:
‘Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!
Στον Πόντο μάλιστα σταύρωναν τη φωτιά αυτή με ένα φύλλο οξιάς και με κόκκινο κρασί, ενώ στη Σιάτιστα χόρευαν γύρω της.
Σε πολλές περιοχές, τοποθετούσαν στο τζάκι ένα χοντρό κούτσουρο, το «χριστόξυλο», το οποίο πριν έραιναν τελετουργικά με ξηρούς καρπούς, για να καίει όλο το Δωδεκαήμερο, κατά το οποίο δεν άφηναν το εστιακό πυρ να σβήσει, ώστε να μην μπορούν να μπουν κακοποιά δαιμονικά όντα. Τη στάχτη, μετά τις γιορτές, την έριχναν στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού. Στα Άγραφα, στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία την παραμονή των Χριστουγέννων «έβαζαν σταυρωτά στο τζάκι ξύλο αγριοκερασιάς και κέδρου, για την προστασία του σπιτιού. Στη Λευκάδα πάλι, τα ξύλα αυτά τα περίχυναν πρώτα κρασί και λάδι, ενώ στη Τραπεζούντα ο νοικοκύρης έραινε σταυροειδώς με κρασί τη φωτιά, τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Στο επίσημο εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων έκοβαν πρώτα το χριστόψωμο, αφού το σταύρωναν με το μαχαίρι, και σε ορισμένες περιοχές άρχιζαν το γεύμα με μέλι και καρύδια, λέγοντας σχετικές και επίκαιρες ευχές.
Στην Κορώνη τα αποφάγια τα μάζευαν και τα έθαβαν στις ρίζες των δέντρων των χωραφιών τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποδώσουν άφθονο καρπό, ενώ στη Σινώπη, μετά το τελετουργικό κόψιμο, κρατούσαν τα στολισμένα με καρπούς και λουλούδια «σταυροψώμια» στο εικονοστάσι του σπιτιού, απ’ όπου τα έπαιρναν και τα έτρωγαν τα Θεοφάνεια.
Στη Μακεδονία τοποθετούσαν το χριστόψωμο στο τραπέζι, μαζί με διάφορους καρπούς, νομίσματα και ένα ποτήρι κρασί, από το οποίο μεταλάμβαναν όλα τα μέλη της οικογένειας, ευχόμενα καταλλήλως για υγεία, καλή σοδειά και γονιμότητα.
Στην Αιτωλία πάλι ο ιερέας περιερχόταν τα σπίτια του χωριού και τελούσε την ακολουθία του υψώματος της τραπέζης, κατά την οποία το χριστόψωμο κρατούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας, και κατόπιν το τοποθετούσε στο κεφάλι του και το έσπαζε, απαγγέλλοντας μαντεύματα για την ερχόμενη καλοκαιρινή σοδειά.
Στην Κίο της Βιθυνίας στην περιοχή της Προποντίδας (θάλασσα του Μαρμαρά) έβαζαν σε ένα ανατολικό παράθυρο λεκάνη με νερό, κλωνάρι ξερό βασιλικό και εικόνισμα της Παναγίας και κατόπιν θύμιαζαν και έψαλλαν τροπάρια, πιστεύοντας ότι την ώρα γέννησης του Χριστού θα έβλεπαν αστραπές ή όραμα της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου.
Στην Καππαδοκία έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το “χερσέ” πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό θεωρούσαν ότι το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Στη Σμύρνη τις άγιες μέρες μας λέει μια προσφυγική μαρτυρία ότι ήταν τελετουργία η εορτή του Δωδεκαημέρου:
«…Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναίικο σπιτι. Από νωρίς το απόγευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του “Χριστού τη μέρα “που ξημέρωνε, γι’ αυτό ήπρεπε να γινει “ειδική καθαριότητα”. “Σώμα και ψυχή”, όπως έλεγε η μητέρα σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία
κρατούσανε όλο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γίνει “τρίμερο” με σκέτο νερόβραστο φαγητό . Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. “Τώρα και τ’ άλλα σου τα χρέη”, έλεγε σοβαρή – σοβαρή, στα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε”. Αυτά ητανε: Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές το πάτερ ημών και να κάνουνε δέκα μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα. Όταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη ερχότανε η σειρά για τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. “Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια, αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μέρες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χίλιες ευκές με τρέμουλη από τη συγκίνηση φωνή, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση. Στην πρώτη γραμμή, απ’ όλα τα κατασκευάσματα και τα φαγητά και τα γλυκά ρχούντανε η Βασιλόπιτα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα από τσ’ άλλης την πίτα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει απαραίτητα ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου και γύρω γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών λογιών πλουμιά. Άστρα, πουλουδάκια και ο,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.»
Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας»
- Πρωτοχρονιά
Χαρακτηριστικά των ημερών είναι οι επισκέψεις, οι ευχές, τα δώρα μεταξύ συγγενών, σε μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί ευετηρία, υγεία και προκοπή για τη χρονιά που άρχισε. Γι’ αυτό και τα «ποδαρικά», τα κάθε λογής «γούρια, το σπάσιμο ροδιού. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές φτιάχνουν την βασιλόπιτα ή «αετόπιτα», στην οποία βάζουν μέσα κι ένα κέρμα. Αφού ο αφέντης του σπιτιού, βγάλει από ένα κομμάτι για τον Χριστό, την Παναγία και τον άγιο Βασίλειο, τα μέλη της οικογένειας παίρνουν το δικό τους κομμάτι και αναζητούν σε αυτό το κέρμα. Πρόκειται για ένα ακόμη μάντευμα της τύχης, για την χρονιά που αρχίζει.
Στον Πόντο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω το δικέφαλο βυζαντινό αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ κατά στις οκτώ έστηναν τον ψημένο «Αϊ-Βασίλη» στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον «Αϊ-Βασίλη» λέγοντας τις παρακάτω ευχές. «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να ‘μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον «Αϊ-Βασίλη». Ένα ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να ‘μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κόβουν ξεχωριστό κομμάτι και για την εργασία.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το “χερσέ” πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό θεωρούσαν ότι το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην Καππαδοκία τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαιναν στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι.
Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου …». Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι. Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αγίου Βασιλείου και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι οι Καππαδόκες έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση. Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει. Στην Πάτμο, στα Δωδεκάνησα, αλλά και στα Επτάνησα και στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, τα παιδιά την Πρωτοχρονιά περιμένουν την στρίνα από τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους θείους και τις θείες! Οι ρίζες της προέρχονται από τα Βυζαντινά χρόνια, όταν άποικοι από την Ελλάδα φθάνουν στα παράλια της Μεσημβρινής Ιταλίας και τις Σικελίας (Μεγάλη Ελλάδα) και το ήδη υπάρχον ελληνικό στοιχείο της Κάτω Ιταλίας τονώθηκε με την εγκατάσταση νέων αποίκων κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το νόμισμα των καλαντιστών λέγονταν στα βυζαντινά χρόνια «ευαρχισμός» ή «Στρίνα», από το λατινικό strena. Στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες κοινώς μπουναμάς. Είναι ο μποναμάς < από τα ιταλικά bona – mano, καλό χέρι.
- Θεοφάνεια
Τα Φώτα είναι η τρίτη και τελευταία μεγάλη εορτή του Δωδεκαημέρου, από τις μεγαλύτερες εορτές του χρόνου και την ονομάζει «Φώτα», «Ολόφωτα». Το βασικό λοιπόν χαρακτηριστικό της εορτής των Θεοφανείων είναι η τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, τόσο κατά την λειτουργία της παραμονής (5 Ιανουαρίου) που λέγεται «Πρώτη Άγιαση» ή «Πρωτάγιαση», όσο και κατά την κυριώνυμη ημέρα (6 Ιανουαρίου) που λέγεται «Δεύτερη Άγιαση».
Με τον αγιασμό αυτό, ο λαός μας ραντίζει, τελετουργικά εξαγνίζει και καθαγιάζει τα σπίτια, τις εγκαταστάσεις και τις κάθε είδους παραγωγικές δραστηριότητές του, κατά βάση αγροτικές και κτηνοτροφικές.
Στο πλαίσιο αυτό ραντίζουν τα δέντρα, τα χωράφια και τα σπαρτά τους, ενώ στα σπίτια αδειάζουν όλο το νερό από τα δοχεία, για να πρωτομπεί σε αυτά νερό αγιασμένο, ενώ ρίχνουν αγιασμό ακόμη και στα πηγάδια.
Παράλληλα, σε πολλές περιοχές, όπως για παράδειγμα στη Ρόδο, τα καράβια και τις βάρκες τους, αγιάζουν οι ναυτικοί και οι ψαράδες. Ο ελληνικός λαός πιστεύει πως με τον αγιασμό της παραμονής αγιάζεται η ξηρά και ότι με τον αγιασμό της κυριώνυμης ημέρας αγιάζεται η θάλασσα και τα νερά. Ιδιαίτερα δε τον αγιασμό της παραμονής των Φώτων τον θεωρούν πιο οικείο, γι’ αυτό και ραντίζουν ακόμη και ακάθαρτους χώρους, όπως αποθήκες, αυλάκια, πιθάρια κ.λπ. Κάπου μάλιστα θεωρούν ότι την ημέρα των Φώτων γίνεται αγιασμός και το νερό της θάλασσας, μόλις βουτηχτεί εκεί ο σταυρός, γι’ αυτό και τον κρατούν επίσης στο σπίτι, σε μπουκαλάκια, για περιπτώσεις ασθενειών η για να ρίχνουν στα θεμέλια νεοαναγειρόμενων σπιτιών.
Σύμφωνα με τις ελληνικές λαϊκές παραδόσεις δαιμιονικά πνεύματα, οι καλικάντζαροι από την εορτή των Χριστουγέννων, πριονίζουν τον στύλο της γης και λίγο πριν τον κόψουν και αποδιώκονται παντελώς από τον αγιασμό των Θεοφανείων στα έγκατα της γης, για να επανέλθουν το επόμενο Δωδεκαήμερο.
Την παραμονή των Φώτων συλλέγουν τη στάχτη από το τζάκι και με αυτήν καθαρίζουν τα μαγειρικά σκεύη, την ρίχνουν γύρω στο σπίτι για την αποτροπή των εντόμων και την ανακατεύουν με τον σπόρο, για να ευδοκιμήσουν οι σοδειές, ενώ χύνουν το νερό από τα αγγεία. Νηστεύουν αυστηρά και από λάδι, εκτός αν η παραμονή είναι Σάββατο ή Κυριακή, οπότε το λάδι καταλύεται, ενώ παρασκευάζουν ειδικούς εορταστικούς άρτους και κουλούρια, συνήθως σε σχήμα σταυρού, για να τα καταναλώσουν την κυριώνυμη ημέρα. Στη Λήμνο μάλιστα παρασκευάζουν εορταστικές τηγανίτες.
Τα ζώα τα ταΐζουν με τη «βουδόπιτα», που πριν την κρεμούν στα κέρατά τους ή με σιτάρι βρασμένο ως κόλλυβο, μια ειδική πανσπερμία τα περισσεύματα της οποίας σκορπούσαν την επομένη στο δώμα του σπιτιού.
Συχνοί είναι οι εθιμικοί εκκλησιαστικοί πλειστηριασμοί για την εκχώρηση του δικαιώματος να βαστάνε τον σταυρό ή την εικόνα της βαπτίσεως, κατά την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού της ημέρας, ενώ μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία των Φώτων σχηματίζεται πομπή, στα χωριά όπου υπήρχε κοντά θάλασσα, λίμνες, ποτάμια κ.λπ., για την μετάβαση εκεί και την τελετουργική ρίψη του σταυρού στο νερό, για να αγιαστούν τα ύδατα.
Τον σταυρό ανέσυραν κολυμβητές που έπεφταν στο νερό ανταγωνιζόμενοι, αυτός δε που τον ανέσυρε είχε το δικαίωμα να τον περιφέρει εντός της ημέρας στα σπίτια και τα καφενεία του χωριού, εισπράττοντας και τα σχετικά φιλοδωρήματα. Σε πολλές περιοχές έπλεναν τελετουργικά στη θάλασσα, μετά τη ρίψη του σταυρού, τα γεωργικά εργαλεία, τις εικόνες του ναού και των σπιτιών, ή μάζευαν αγιασμένο νερό νερό από τη θάλασσα στο οποίο απέδιδαν θαυμαστές θεραπευτικές, γονιμικές και ευετηρικές ιδιότητες.
Στην Καππαδοκία συνήθιζαν να ανάβουν μεγάλες εθιμικές πυρές το βράδυ της παραμονής, στην αυλή του ναού, με φρύγανα που είχαν συγκεντρωθεί από τα σπίτια του χωριού, με σχετικό αγερμό των παιδιών. Πιστεύουν ότι εκεί καίνε έναν βλαπτικό δωδεκαημερίτικο δαίμονα, τον «Σιφώτ΄».
Συχνές δε ήταν, κυρίως στις αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, οι περιφορές των εικόνων και του σταυρού στο χωριό και γύρω από αυτό, αλλά και η παράθεση τροφών και καρπών, όπως πορτοκάλια, λεμόνια, αποξηραμένα φρούτα και μήλα, για να αγιαστούν στο ναό, και κατόπιν να διανεμηθούν ως ευλογία στους πιστούς.
Στη Χίο ιερέας που κερνούσε με ψωμί, τυρί και κρασί όλους τους ενορίτες. Στο Τσακήλι της Θράκης ο νουνός έδινε δώρα προς τα βαφτιστήρια του τα «φωτίκια» ή «φωτοκέρια», δηλαδή μια αρμαθιά με φρούτα και ξηρούς καρπούς, στην κορυφή της οποίας έδενε ένα κερί.
Στη Φθιώτιδα, μαζί με τον αγιασμό έριχναν σε χωράφια και ζώα στάχτη από το τζάκι, από τη φωτιά που έκαιγε όλο το Δωδεκαήμερο, και στην οποία αποδίδονταν ιδιαίτερες γονιμικές ιδιότητες, ενώ στην Κορώνη την ημέρα αυτή άνοιγαν καινούρια βαρέλια με κρασί της χρονιάς. Στη Νέα Κίο της Αργολίδας, παραμονή της εορτής αυτός που έπιασε τον Σταυρό την προηγούμενη χρονιά θα τον τελετουργικά παραδώσει στον ιερέα, καθώς όλη την χρονιά τον κρατούσε στο σπίτι του για ευλογία. Ανήμερα των Φώτων μετά την θεία λειτουργία στο ναό της Αγίας Ειρήνης και την τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, κλήρος και λαός κατευθύνονται στην παραλία, όπου στην ειδική εξέδρα που έχει κατασκευάσει ο Δήμος θα γίνει η τελετή αγιασμού των υδάτων και η κατάδυση του Σταυρού, ο οποίος είναι δεμένος με βαρίδια στη θάλασσα για να πάει στο βυθό και μετά την ανάσυρσή του θα «πάρει το μπάνιο του» ο νεότερος καπετάνιος της Κίου. Αμέσως μετά θα ακολουθήσει ο πυροβολισμός των τενεκέδων που έχουν τοποθετηθεί ανοικτά στη θάλασσα κι επιπλέουν, ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην Κίο της Μικράς Ασίας, απ’ όπου προέρχονται οι πρόσφυγες κάτοικοι, αποτελεί δε προσπάθεια πρόκλησης τελετουργικών εθιμικών κρότων για την αποτροπή των δαιμονικών και επιβούλων πνευμάτων.
Στη Σινώπη σταύρωναν το σπίτι με τα κεριά της εορτής, ενώ στη Σωζόπολη διοργάνωναν αθλητικούς αγώνες δρόμου και πάλης. Πίστευαν ότι υπήρχε κάποια στιγμή, το βράδυ της παραμονής, που άνοιγαν οι ουρανοί και μπορούσε όποιος το έβλεπε να ζητήσει ό,τι ήθελε, το οποίο και θα αποκτούσε, ενώ από εκείνη την ημέρα άρχιζαν και πάλι να αποδίδουν μαντική σημασία στα όνειρα, καθώς πίστευαν ότι τα όνειρα του Δωδεκαημέρου δεν ήταν αξιόπιστα, αφού «τα ανακάτευαν οι καλικάντζαροι». Επίσης άρχιζαν και πάλι τα θαλασσινά ταξίδια, που παραδοσιακά σταματούσαν στις 14 Σεπτεμβρίου.
Στον Πόντο το πιο σημαντικό, έθιμο της παραμονής των Θεοφανίων ήταν το «μνημοκέρε». Σε ένα ταψί με σιτάρι ο αρχηγός του σπιτιού άναβε τόσα κεριά όσα οι νεκροί της οικογένειας, αλλά και ένα κερί για τους «ξένους», εκείνους που δεν είχαν κανέναν να τους μνημονεύσει.
Το κερί αυτό το «απαιτούσαν» οι νεκροί, σύμφωνα με το γνωστό στιχούργημα:
Τα Φώτα θέλω το κερί μ’
και των ψυχών κοκκία
και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντίλιν δάκρα.
Οι θημιστάντ’
Σε πολλά μέρη του Πόντου ομάδες νέων και εφήβων γυρνούσαν τα σπίτια την παραμονή, συνήθως έχοντας επικεφαλής τον έφορο του σχολείου, κι
«εθήμιζαν» (έλεγαν τα κάλαντα, φήμιζαν)
Επίσης, οι θημιστάντ’ έψελναν και θρησκευτικούς ύμνους.
Τα κάλαντα που συνήθιζαν ήταν τα βυζαντινά (με αλφαβητική ακροστιχίδα):
Από της ερήμου ο Πρόδρομος
ήλθε να βαπτίσει τον Κύριον.
Βέβαιον βασιλέα εβάπτισε,
εις τον Ιορδάνην τον ποταμόν.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε
τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
- ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Πορευόμαστε στο Άγιο Δωδεκαήμερο με οδηγό την Παράδοση. Με την
ατομική και συλλογική μετοχή στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, στην ιερά Παράδοση, στα ήθη και τα έθιμα επιδιώκεται να θωρακιστεί η μετάβαση από το σκοτάδι στο φως, από τη νέκρωση στην αναγέννηση από την πλάνη στην Αλήθεια. Με την ένταξή μας στην σύναξη της Εκκλησίας εξασφαλίζεται η ευετηρική ευτυχία για τη χρονιά που έρχεται, τονώνεται το θρησκευτικό συναίσθημα, μορφοποιείται η οικογενειακή και κοινωνική συνοχή. Με τις εκκλησιαστικές και οικιακές λατρευτικές τελετουργίες των τριών μεγάλων εορταστικών σταθμών της περιόδου γίνεται βίωμα το ύφος και το ήθος της ελληνορθόδοξης πνευματικότητας.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας αυτή με το κάλεσμα του μεγάλου παιδαγωγού Φώτη Κόντογλου για αυθεντική και γνήσια μετοχή μας στην ιεροπραξία του Δωδεκαημέρου:
«Αδέρφια μου, φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους. Στις δικές μας γιορτές ενώνει η αγάπη του Χριστού, ευφρανθήτε εορτάζοντες». Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη, περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση»
Χριστούγεννα 2024
