
O Ἅγιος Iερόθεος ἦταν σπουδαῖος πλατωνικὸς φιλόσοφος, ἀλλὰ καὶ μεγάλη προσωπικότης καὶ φυσιογνωμία. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ ὄνομα Ἰερόθεος σημαίνει ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στὸ Θεό. Καὶ πράγματι αὐτὸς εἶχε ἔργα ἱερὰ καὶ ἄξια τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα ὁ Ἰερόθεος εἶχε τὸ εὐτύχημα νὰ ζήση καὶ νὰ συναστραφῆ μὲ τοὺς ἀφιερωμένους στὸ Θεὸ Ἁγίους Ἀποστόλους. Ἀξιώθηκε χαρισμάτων Ἀποστολικῶν: Ἀποστολικὴν διακονίαν, Ἀποστολικὴν Προεδρίαν καὶ Ἀποστολικὴν δόξα.
Καταγωγὴ καὶ ρίζες
Ἐπειδὴ ἔζησε τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, δὲν διεσώθηκαν πολλὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ βίο του. Δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς πότε γεννήθηκε, μᾶλλον ἔχει γεννηθῇ στὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου τότε ἤκμαζαν τὰ γράμματα καὶ ἡ φιλοσοφία. Γεννήθηκε λίγα χρόνια προτοῦ ἔλθη στὸν κόσμο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Γεννήθηκε ἀπὸ ἐπίσημη οἰκογένεια, ἔπὶ ἄυτοκράτορος Αὐγούστου.
Δὲν γνωρίζουμε ποιοὶ ἦσαν οἱ γονεῖς του. Φαίνεται ὅμως ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐκατάστατους, καὶ καλοὺς ἀνθρώπους, διότι εἶχε καλὴν ἀνατροφὴν καὶ σπουδαία ἐκπαίδευσιν, καὶ ὅταν ἔφθασε σὲ ἀνδρικὴ ἡλικία ἔγινε πολὺ σπουδαῖος καὶ ἐπίσημος. Ἦταν ἕνας πλατωνικὸς φιλόσοφος, καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἐννέα Μέλη τοῦ Συμβουλίου, τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὴ Γερουσία τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ὁ Ἄρειος Πάγος, ἦταν τὸ ἀνώτατο δικαστήριο, ἤτοι ὁ Ἄγρυπνος φρουρός, διὰ τὴν τήρησιν τῶν νόμων καὶ τῆς Θρησκείας.
Ὁ Ἰερόθεος εἶχε τὴν πιὸ μεγάλη μόρφωση, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, καὶ ἐλάμβανε μέρος σὲ ὅλα τὰ Πνευματικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα τῆς χώρας: ὁ Ἰερόθεος ξεπέρασε στὴ φήμη καὶ σὲ ὑπόληψι μεγάλη ἀπὸ ὅλους τοὺς σοφοὺς καὶ φημισμένους ἄνδρας τῆς ἐποχῆς του. Αὐτὸ δὲ φαίνεται ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, ἀλλὰ καὶ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὰ σπουδαῖα συγγράμματά του, μὲ τὴν ὑψηλὴ σοφία ποὺ περιέχουν καὶ μαρτυροῦν τὴ μεγάλη μόρφωσι, ποὺ εἶχε λάβει, διότι τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε ζωηρὴ εἰκόνα τῶν ἔργων του, καθὼς καὶ ἡ παροιμία λέγει: «Ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγων γνωρίζεται» (σοφ. Σολομῶντος).
Πολλές φορές, ἕνας παραμικρὸς λόγος δύναται νὰ παραστήση ὅλη τὴν ἠθικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Τὰ λόγια τῶν συγγραμμάτων του ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ γέννησις, ἡ ἀνατροφὴ καὶ ἡ ἐκπαίδευσις τοῦ Ἱεροθέου, ποὺ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ἔλαβε, ἦταν σπουδαῖα. Εἶχαν δὲ τόσον ὑψηλὴ σὲ σοφία καὶ νοήματα οἱ λόγοι τῶν συγγραμμάτων του, ὥστε ὄχι μόνον τοὺς ἄλλους ἱεράρχας καὶ θεολόγους ξεπερνοῦσαν καὶ ὑπερέβαινον καὶ αὐτὸν τὸν μαθητὴν τοῦ ἄποστόλού Παύλου, τὸν ἀπόστολον Τιμόθεον, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Τιμόθεος ὁμολογεῖ.
Ὁ ἅγιος Ἰερόθεος, προτοῦ γνωρίσει τὸν χριστιανισμόν, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ καὶ μόνη ἀληθινὴ σοφία, τὴν ὁποίαν ἔφερε στὸν κόσμο, αὐτὸς ὁ υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ θεοῦ, εἶχε ἐπιδοθῇ στήν, ὅπως εἴπαμε φιλοσοφία, τὴ φιλοσοφία ὅμως αὐτὴ δὲν τὴν ἤθελε ἁπλῶς, γιὰ ν’ ἀποκτήση ὄνομα καὶ δόξα, ἀλλὰ τὴν ἤθελε γιὰ νὰ τὸν βοηθήση νὰ γνωρίση τὸν πραγματικὸ προρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ πετύχη διὰ τῶν καλῶν ἔργων τῆς ἠθικῆς. Γι’αυτό ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία του ἥνωσε τὴ φυσικὴ ἐξυπνάδα του νοός του, μὲ τὰ εὐγενῆ καὶ χρηστὰ ἤθη.
Ἐσπούδασε κάθε εἴδους ἐγκυκλίων μαθημάτων καὶ ἐπιστημῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλὰ μεγάλη σημασία ἔδωσε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πρᾶξι. Εἰς τὸν ὑλικὸν πλοῦτον δὲν ἔδινε καθόλου σημασία, διότι ποθοῦσε τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν ἐκμάθησι τῶν ἐπιστημῶν. Ἐγνώριζε δὲ πολὺ καλὰ ὅτι γιὰ νὰ προχωρήση στὴ σπουδὴ καὶ τὴ φιλοσοφία, θὰ πρέπει προηγουμένως νὰ στηριχθῇ στὴν πρᾶξι τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν καθαρότητα τῶν χρηστῶν ἠθῶν, καθὼς λέγει καὶ ἡ σοφία Σολομῶντος σὲ πονηρὴ καὶ ἐμπαθῆ ψυχὴ ἡ σοφία δὲν εἰσέρχεται, «Εἰς γὰρ κακότεχνον ψυχὴν οὔκ εἰσελεύσεται σοφία» (Σόφ. Σολομῶντος α΄ 4).
Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος κατέβαλε κάθε ἐπιμέλεια, ὥστε καὶ στὴ πρᾶξι καὶ στὴ θεωρία ξεπέρασε ὅλους τοὺς φημισμένους ἄνδρας τῆς ἐποχῆς του, τούς τε θεωρητικοὺς καὶ τοὺς πρακτικοὺς καὶ ἔφθασε στὸν ἀνώτατο βαθμό, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος, τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως. Μ’ αὐτὲς τὶς προσπάθειες καὶ τοὺς ἀγῶνας, καθάρισε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔγινε ἄξιος νὰ δεχθῇ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεώς μας, ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ σοφία, τὴν ὁποία ἔφερεν ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον.
Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος εὐχαρίστως δέχθηκε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Πότε ἀκριβῶς πίστευσε καὶ ἀπὸ ποιόν ἐδιδάχθη δὲν γνωρίζομεν ἀκριβῶς.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὁ ἁγιορείτης λέγει στὰ ἱερὰ συγγράμματά του, ἕνα πολὺ σημαντικὸ γεγονός, ὅτι εὑρισκόμενος ὁ Ἰερόθεος εἰς τὸ Ἴλειον τῆς Αἰγύπτου, πόλις εὑρισκομένη μεταξὺ Καΐρου καὶ Ἀλεξάνδρειας, ὅτι, ὅταν ὁ ἥλιος ἐφ’ ὅλην τὴν οἰκουμένην ἀπὸ ἕκτης ἕως ἐνάτης ὥρας ἐσκοτίσθη καὶ ἔχασε τελείως το φῶς του, ὁ Ἰερόθεος ὡς μέγας φιλόσοφος εὑρισκόμενος ἐκεῖ εἰπε: «ἢ υἱὸς τοῦ Θεοῦ πάσχει ἢ τὸ σύμπαν ἀπόλλυται» ὅπως καὶ ὁ ἑκατόνταρχος Λογγίνος, εἰπεν ὅτι «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἢν οὐτος» (Ματθ. κζ΄ 54). Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἔλαβε χώραν, ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ παρέδωκε τὸ πνεῦμα. «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ἰωάνν. ιθ΄ 23-37).
Ἴσως ἐκ τοῦ γεγονότος τούτου, ὁ Ἰερόθεος, νὰ μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖθεν νὰ ἐμυήθη καὶ νὰ ἐδιδάχθη τὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐκ τούτου, ὡς φιλόσοφος ἔγραψε τὰ περὶ Μυστηρίων συγγράμματά του· καὶ ἔτσι ἐγένετο διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ πρὸς τοῦτο ἐπικαλοῦνται καὶ σὰν πηγὴ στηρίζονται, σὰν μαρτυρία ἀπὸ τὰ συγγράμματα Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, διότι αὐτὰ μιλοῦν γιὰ τὸν Ἰερόθεο καὶ τὸν παρουσιάζουν σὰν τὸν πρῶτο ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν. Τὰ κείμενα αὐτὰ σώζονται στὸν τρίτο τόμο τῆς πατρολογίας τοῦ Migne (E. III σέλ. 683-692). Σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο γίνεται εὐρύτατα λόγος γιὰ τὸν Ἰερόθεο, ὡς σοφοῦ διδασκάλου τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ στοιχεῖα περὶ Ἱεροθέου.
Ὁ Διονύσιος ἀποδίδει στὸν Ἰερόθεο πολλὲς πρωτότυπες διδασκαλίες, τὶς ὁποῖες ἀνέλαβε ὁ Διονύσιος νὰ διπλατύνη καὶ νὰ τὶς ἀναπτύξη, γιὰ νὰ εἶναι περισσότερον εὔληπτες καὶ εὐκολοκατανόητες. Αὐτὰ γράφει ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος, ὁ Ἀρεοπαγίτης.
Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Ἰερόθεος εἶχε διδαχθῇ προτύτερα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, καὶ εἶχε πιστέψει πρὸ τοῦ Ἀρεοπαγίτου Διονυσίου, διότι ἐὰν πίστευε τότε ποὺ πίστεψε ὁ Διονύσιος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, δὲν θὰ ἀποσιωποῦσε ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἀλλὰ θὰ ἀνέφερε ὀνομαστικῶς πρῶτα ἀπὸ τὸν Διονύσιον, τὸ ὄνομα τοῦ Ἱεροθέου, διότι ἦτο ἀνώτερος καὶ ἐπισημότερος τοῦ Διονυσίου. «Οὐ γὰρ ἂν ἢ τηνικαύτα καὶ οὗτος μετὰ Διονυσίου πιστεύσας, ἐκολλήθη τῷ Παύλω» (Λέγει ὁ σοφὸς Ζυγαδηνὸς εἰς τὸ ἐγκώμιόν του στὸν ἅγιο Ἰερόθεο).
Ὁ θεῖος Ἰερόθεος καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἀφοῦ δέχθηκαν καὶ διδάχθηκαν τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, διδάσκονται καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅλα τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ποὺ ἀνέβηκε «μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ ἤκουσε ρήματα ἄρρητα», ἐδίδαξε τὰ ἀπόρρητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἰς τὸν Ἰερόθεον, καὶ ὁ Ἰερόθεος μὲ τὴ σειρά του, δίδαξε στὸ μαθητή του Διονύσιο τὰ ἀπόρρητα δόγματα τῆς πίστεως καὶ τὰ ὁποῖα ὁ Διονύσιος διετύπωσε στὰ ὑπέροχα βιβλία του, τὰ ὁποῖα ἀργότερα ἐπεξεργάστηκε κάποιος ἄλλος νεώτερος. Ὁ ἅγιος Ἰερόθεος χειροτονήθηκε πρῶτος Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν τὸ 152 μ.Χ. καὶ μαθητής του ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Διονύσιος, στὴν ἔξω σοφίαν, ἀλλὰ κυρίως στὰ ἀπόρρητα τῆς θεολογίας.
Ἀπὸ αὐτὸ μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πόση ἦταν ἡ ἐπιστημονικὴ κατάρτισις καὶ ἡ θεολογικὴ σοφία τοῦ Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος κατώρθωσε νὰ ἀναδείξη τόσο μεγάλον μαθητή, ὅπως ἦταν ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης.
Βάθος καὶ πλοῦτος σοφίας
Τὸν Ἅγιο Ἰερόθεο εὐγνωμονεῖ πολὺ ὁ μαθητής του Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὰ συγγράμματά του καὶ πλέκει θαυμάσια ἐγκώμια. Τὸν ὀνομάζει μέγαν Ἥλιον, κλεινὸν καθηγεμόνα, θεῖον διδάσκαλον, Ἱερομύστην , ὑμνολόγον, θεόληπτον, καὶ ὁ ἰδιος γράφει «οὐκ ἂν ποτὲ πρὸς οὕτω μέγαν Ἥλιον ἀντιπεὶν ἂν ἐπεχειρήσαμεν» (Διον. Ἀρεοπ. «περὶ θείων ὀνομάτων»).
Πολλὰ περισπούδαστα συγγράμματα ποὺ φέρουν τὸ ὀνομὰ τοῦ περιεσώθησαν. Μερικὰ ἐξεδόθησαν καὶ ἄλλα παραμένουν ἀνέκδοτα. Τὸ θεώρημα τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου περὶ Ἁγίας Τριάδος ἀποδεικνύει τὴν μεγάλην φιλοσοφικὴν καὶ θελογικὴν μόρφωσιν τοῦ Ἁγίου.
Γιὰ τὰ σπουδαῖα συγγράμματα τοῦ Ἱεροθέου ὁ Διονύσιος λέγει ὅτι «Ἐπιστημονικῶς καὶ μετὰ γηραλέας φρονήσεως ἔγραψε ταῦτα». Καὶ ὅτι «Ὦσπερ τινὰ δεύτερα ἐκείνης λόγια καὶ τῶν θεολέκτων ἀκόλουθον».
Ἔχει καὶ ἰδιαίτερον κεφάλαιον στὸν ἀπόστολο Τιμόθεον. Ἐκεῖ γνωστοποιεῖ, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Τιμόθεος, ὅταν ἔλαβε παρὰ τοῦ Διονυσίου τὸ ὑψηλότατον τοῦ Ἱεροθέου σύγγραμμα, δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ἐννοήση. Καὶ τὸ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Διονύσιον, παρακαλῶντας τον νὰ τὸ ἐξηγήση, ἐπειδὴ ἦταν σύγγραμμα τοῦ διδασκάλου του, καὶ νὰ τὸ στείλη ἐξηγημένο: «Καὶ πολλάκις ἡμᾶς καὶ αὐτὸς εἰς τοῦτο προέτρεψας καὶ τὴν γὲ βίβλον αὐτήν, ὡς ὑπεραίρουσαν, ἀνταπέσταλκας» (Κεφ. γ΄).
Αὐτὸ λοιπὸν καὶ μόνον, ἀρκεῖ νὰ ἀποδείξη πόσον σοφὸς ἦτο ὁ ἅγιος Ἰερόθεος, ἀφοῦ τὸ βιβλίον του δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐννοήση καὶ αὐτὸς ὁ ἀπόστολος Τιμόθεος. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διονύσιο νὰ τοῦ τὸ ἐξηγήσει.
Προεξῆρχε στὴν κηδεία τῆς Παναγίας
Ὁ ἅγιος Ἰερόθεος, ὡς ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν ἡρπάγη ὑπὸ νεφέλης, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι καὶ αἰθερίως βρέθηκε στὴν κηδεία τοῦ θεοδόχου Σώματος τῆς Θεοτόκου. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Ἐκεῖ ἔψαλε καὶ ἐμελώδησε ὕμνους καὶ ἐπιταφίους ὠδὰς εἰς δόξαν τῆς Θεομήτορος.
Αὐτὲς ξεπερνοῦσαν κατὰ πολὺ τὰς ὠδὰς καὶ τὰ ἐγκώμια τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν. Αὐτὰ τὰ ἐγκώμια καὶ αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τὰ θαύμαζαν καὶ τὰ φύλαγαν στὴ μνήμη τους. Πολλὲς φορὲς τὰ ἀνέφεραν σὲ πολλούς. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος λέγοντας: «Πολλάκις οἴδα παρὰ σοῦ καὶ μέρη τινὰ τῶν ἐνθεαστικῶν ἐκείνων ὑμνωδιῶν ἐπακούσας».
Ἐνθυμοῦμαι, τοῦ λέγει, ὅτι πολλὲς φορὲς ἄκουσα ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ μερικὲς περικοπὲς ἀπὸ τοὺς θεϊκοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἐγκώμια, τὰ ὁποῖα ὁ διδάσκαλός μου ἐψαλλε πρὸς τὴν Κυρία Θεοτόκον. «Ὅλως ἔνθους, ἔξω ὧν ἑαυτοῦ καὶ μετὰ τῆς ὑμνουμένης Θεομήτορος ἡνωμένος τῷ πνεύματι, πάθος πάσχων ἀπαθὲς καὶ μακάριον».
Καὶ καθὼς μετὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ὁ Παῦλος διέπρεπεν καὶ ὑπερεῖχεν εἰς τὰ τῆς Δεσποίνης ἡμῶν ἐγκώμια, οὕτω μεταξὺ τῶν Ἱεραρχῶν «προηγεῖτο καὶ ὑπερέλαμπεν ὁ μακάριος Ἰερόθεος, πάντων κρατῶν, ὑπερέχων καὶ παρὰ πάντων ὑφ’ ὤν ἠκούετο καὶ ὠράτο, θεόληπτος καὶ θεῖος Ὑμνολόγος κρινόμενος».
Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὁμιλεῖ ἐν ἐκτάσει περὶ τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου στὸ σύγγραμμά του «Περὶ θείων ὀνομάτων».
Ὁ δὲ μέγας Συναξαριστὴς λέγει ὅτι «Ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔφθασαν στὸν Τάφο τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ἀποχαιρετῶντας την, ἕκαστος ἔλεγε ἐγκώμια θεῖα καὶ ἔνθεα πρὸς Αὐτήν, ὅλοι δὲ εἶπαν διάφορα ἐγκώμια. Ὁ Ἰερόθεος εἶπε τοιαῦτα ἐγκώμια, πρὸς τὴν Παναγίαν μας, ποὺ ὑπερέβαιναν ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ τολμῶ εἰπεῖν , ἦσαν τόσον ἐξαίρετα καὶ καταπληκτικά, ὥστε αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι δὲν θὰ μποροῦσαν, καταλεπτῶς, καθὼς τὰ εἶπεν ἐκεῖνος». (Ἐκ τοῦ Συναξ. Βίκτωρος Ματθαίου, σέλ.240).
Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ
Ὁ ἅγιος Ἰερόθεος ὑπῆρξε μεγάλος εἰς σοφίαν καὶ ἁγιότητα. Ἔζησε ζωὴν ἀγγελικήν. Ἀνέλαβε ἀποστολικὴ διακονία καὶ τὴν ἐξετέλεσε, μὲ λόγια, μὲ συγγράμματα, μὲ ἔργα καὶ θείους ἀγῶνας διέδωσε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Ἀρχιεράτευσε ὡς κανονικός, νόμιμος καὶ ἐνάρετος Ἱεράρχης καὶ εὐηρέστησε τὸν Θεό. Ἐξεπλήρωσε τὰ διδασκαλικά του καθήκοντα πλήρως. Αὐτὸς μὲ τὰ ἔργα του, μὲ τὰ βιβλία καὶ τοὺς θείους λόγους του κήρυξε καὶ παρουσίασε στὸν κόσμο τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Χριστοῦ, ἐδίωξε τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας, φώτισε ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ κατεπολέμησε τὴν εἰδωλολατρεία καὶ μὲ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία ἐφώτισε ὅλη τὴν οἰκουμένην. Αὐτὸς μιμήθηκε κι ἀκολούθησε τὸ δρόμο τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ ἅγιος Ἰερόθεος, ἔπειτα ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνας καὶ κατορθώματα ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ εἰς βαθύτατο γῆρας ἐπὶ Νέρωνος (54-68) καὶ ἀξιώθηκε τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου μετὰ πολλῆς παρρησίας ζῆ καὶ δοξάζει τὸν Τρισυπόστατο Θεὸ μὲ τοὺς Πατριάρχας, Μάρτυρας, Ἱεράρχας καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους πρεσβεύων ἀείποτε ὑπὲρ τῆς ψυχικῆς σωτηρίας ὅλων ἡμῶν.
Ἅγιος Ἰερόθεος, πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Παύλου μαθητήν τε καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλον, τὸν τῶν Ἀθηνῶν Ἱεράρχην καὶ κήρυκα τῆς πίστεως, τὸν μέγαν καὶ πάνσοφον πιστοί, ἐκφάντορα τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, Ἰερόθεον, ἐν ὕμνοις, χρεωστικῶς ἀνευφημήσωμεν ἅπαντες, τὸν βλύσαντα ὡς νάματα ἡμῖν, διδάγματα ἔνθεα σαφῶς, καὶ Θεὸν τὼ βίῳ εὐφράναντα, τὸν μόνον πολυέλεον.